Δευτέρα 12 Μαρτίου 2018

Τ Ο Π Ε Π Λ Ο Τ Η Σ Ι Σ Ι Δ Α Σ (18)


ΔΟΚΙΜΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΙΔΕΑΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ
Pierre Hadot

                                                          V
Η ΠΡΟΜΗΘΕΪΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ. ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΩΝ ΜΥΣΤΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ ΤΗΣ ΤΕΧΝΙΚΗΣ

11. ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΜΗΧΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ

3. Η επανάσταση της μηχανικής τον 17ο αιώνα
     
Σε μιαν επιστολή του που απευθύνει το 1644 σε κάποιο από τα πρόσωπα με τα οποία αλληλογραφούσε τακτικά, ο π. Mersenne, πιστός οπαδός τής μηχανικής ερμηνείας τών φαινομένων, γράφει: «ο αιώνας μας είναι δημιουργός μιας συμπαντικής αναδιάρθρωσης. […] Ποια είναι η γνώμη σας για όλες αυτές τις ανακατατάξεις: δεν σας εμπνέουν μιαν πρόγευση του τέλους του κόσμου;»
     Ο Robert Lenoble περιγράφει με αξιοθαύμαστη ακρίβεια το ανυπολόγιστης σημασίας για την ιστορία τής ανθρωπότητας και τού Πλανήτη  γεγονός που αντιπροσωπεύει η επανάσταση τής μηχανικής που ξεκίνησε με τον Γαλιλαίο:
     "Πλησιάζει η στιγμή όπου, μετά από μερικά χρόνια, η Φύση θα εκπέσει από το βάθρο τής θεότητας τού κόσμου, για να καταλήξει, μέσα από μιαν πρωτόγνωρη απαξίωση, μια μηχανή".
      Αυτό το εξαιρετικό γεγονός τοποθετείται σε μια συγκεκριμένη χρονολογία, το 1632. Τότε που ο Γαλιλαίος δημοσιεύει το έργο του "Διάλογοι περί των δύο βασικών συστημάτων του κόσμου", ενώ τα πρόσωπα που συνδιαλέγονται συναντώνται στον ναύσταθμό τής Βενετίας. Μας φαίνεται σήμερα αδιανόητο, η πραγματική φυσική επιστήμη να γεννήθηκε από μια συζήτηση μεταξύ μηχανικών, και δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τον επαναστατικό χαρακτήρα αυτής της εκ πρώτης όψεως ανώδυνης συζήτησης. […] Ο μηχανικός πάντως κατακτά τον τίτλο του επιστήμονα, επειδή η κατασκευαστική τέχνη καθίσταται το πρότυπο της επιστήμης. Γεγονός που συνεπάγεται έναν νέο ορισμό τής γνώσης, η οποία δεν πηγάζει πλέον από τον στοχασμό αλλά από τη χρήση, που οδηγεί τον άνθρωπο σε μιαν εντελώς καινούργια συμπεριφορά απέναντι στη Φύση: παύει να τη βλέπει όπως ένα παιδί βλέπει τη μητέρα του και τη μιμείται· επιθυμεί να την κατακτήσει, να γίνει αφέντης και κατακτητής».
     Δεν θα υποστηρίξω, όπως ο Robert Lenoble, ότι «ο άνθρωπος», δηλαδή η σύνολη ανθρωπότητα, αποκτά στο εξής μια νέα συμπεριφορά απέναντι στη φύση, για πολλούς και διαφορετικούς  λόγους. Κατ αρχήν θα πρέπει κανείς να είναι, γενικά, αρκετά επιφυλακτικός όταν επιθυμεί να ορίσει τη νοοτροπία μιας ολόκληρης εποχής. Και επίσης σε γενικές γραμμές – όπως αναφέραμε ήδη και ίσως χρειαστεί να το επαναλάβουμε – «ο άνθρωπος», και εννοώ ο ίδιος άνθρωπος, δεν έχει ομοιόμορφη συμπεριφορά απέναντι στη φύση· μπορεί να έχει μιαν αντίληψη ας πούμε καθημερινότητας, μιαν αισθητική αντίληψη, ή μιαν επιστημονική γνώση. Ο επιστήμονας γνωρίζει ότι η Γη κινείται γύρω από τον Ήλιο, αλλά δεν έχει καθόλου αυτό το γεγονός κατά νου όταν μιλάει για τη δύση του ήλιου. Επίσης, η κυριαρχική αυτή στάση τής σύγχρονης επιστήμης απέναντι στη φύση δεν είναι καινοφανής. Η προμηθεϊκή αυτή στάση υπήρχε από παλιά στους μηχανικούς και στους μάγους, καθώς και στη Γένεση, στην οποία ο Θεός εντέλλεται στον άνθρωπο την κυριαρχία επί της γης. Το σημαντικό είναι όμως, όπως πιστεύω, ότι με τον Bacon, τον Καρτέσιο, τον Γαλιλαίο και τον Νεύτωνα κατέστη δυνατή μια οριστική ρήξη, όχι τόσο με τις προθέσεις της μαγείας, όσο με τις μεθόδους της, και ότι αυτοί οι επιστήμονες ανακάλυψαν τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να προοδεύσει με αποτελεσματικό και οριστικό τρόπο η κυριαρχία επί της φύσεως, στη βάση μιας ακριβούς εκτίμησης των μετρήσιμων μεγεθών των αισθητών φαινομένων.
     Αυτή η ανακάλυψη – όπως σχεδόν και κάθε ανακάλυψη – είχε τις συνακόλουθες συνέπειές της. Κατ’ αρχήν συνοδεύτηκε από την επικράτηση των μηχανικών, γεγονός στο οποίο αναφέρεται και ο Robert Lenoble. Η εξέλιξη αυτή προετοιμαζόταν, όπως είδαμε, από τα τέλη του Μεσαίωνα και κατά τη διάρκεια της Αναγέννησης, επιταχύνθηκε δε από τη θεαματική πρόοδο τής γνώσης κατά τον 15ο και 16ο αιώνα, χάρη στις μεγάλες ανακαλύψεις των θαλασσοπόρων, όπως η ανακάλυψη της Αμερικής, και τις μεγάλες εφευρέσεις από τους τεχνίτες, όπως η εφεύρεση τής τυπογραφίας. Η δεξιοτεχνία και η χειρονακτική εργασία απέκτησαν υψηλότερο νόημα και αξία. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι ένας τεχνίτης σαν τον Bernard Palissy εισάγει το 1553 το συγγραφικό του έργο ως εξής: «Μια αληθινή συνταγή, δια της οποίας όλοι οι κάτοικοι της Γαλλίας μπορούν να διδαχθούν πώς να πολλαπλασιάσουν τους θησαυρούς τους· ακόμη και αυτοί που δεν είχαν ποτέ καμία σχέση με τα γράμματα, μπορούν να διδαχθούν μια φιλοσοφία απαραίτητη σε όλους τους κατοίκους του πλανήτη». Κατά την άποψή του η φυσική φιλοσοφία δεν διδάσκεται μέσα από τα βιβλία, αλλά από την επαφή με τη φύση και τη χειρονακτική εργασία. Στις αρχές του 16ου αιώνα ο Juan Luis Vives στο βιβλίο του περί της διδασκαλίας των επιστημών (De tradendis disciplinis, 1531), και ο Rabelais στον Γαργαντούα του (1533), καλούν τους φοιτητές να εισβάλουν στα εργαστήρια που εργάζονται οι τεχνίτες και να μελετήσουν τις διαδικασίες και τις μεθόδους τών ανθρώπων που βρίσκονται σε απ’ ευθείας επαφή με τη φύση.
     Η πρόοδος που σημειώθηκε στον τομέα τής κατασκευής εργαλείων επέτρεψε για παράδειγμα την εφεύρεση του μικροσκοπίου στο ξεκίνημα του 16ου αιώνα, και του τηλεσκοπίου τον 17ο και 18ο αιώνα, επαναστατικές εφευρέσεις στον τομέα τής παρατήρησης, τις οποίες ορισμένοι φυσιολάτρες αρνήθηκαν να χρησιμοποιήσουν, με την αιτιολογία, όπως θα δούμε, ότι θα ήταν πιθανό να διαταράξουν την ακρίβεια τής παρατήρησης των αντικειμένων.
     Αυτό το ξαφνικό πάθος για την πρακτική γνώση συνοδεύεται αυτή την εποχή από μια βαθειά και σχεδόν απόλυτη απαξίωση τής ακαδημαϊκής παιδείας και τής αρχής τής αυθεντίας. Η επιστήμη στο εξής δεν θα πρέπει να στηρίζεται σε ό,τι λέγεται: σε αυτά που διηγούνται οι άνθρωποι σε σχέση με τα φαινόμενα – ο Αριστοτέλης είχε συλλέξει πολυάριθμες πληροφορίες αυτού του είδους στα βιβλία του που αφορούν σε θέματα ιστορίας της φύσης –, και ακόμη λιγότερο στις διαπιστώσεις τού Αριστοτέλη, του Γαληνού ή του Πτολεμαίου, αλλά  στα αποτελέσματα τού ατομικού ή συλλογικού πειραματισμού, καθώς και σε ό,τι μπορεί να παράγει ή να κατασκευάσει κάποιος. Καταργείται  έτσι η αρχή της αυθεντίας. Η Αλήθεια καθίσταται θυγατέρα τού Χρόνου, δηλαδή των συλλογικών επιτευγμάτων τής ανθρωπότητας.
      Η μελέτη τών βιβλίων, η ερμηνεία τών κειμένων, η προσφυγή στη γνώση τών Αρχαίων αντικαθίστανται από την επεξεργασία τής λογικής παρατήρησης συγκεκριμένων  φαινομένων και τη διεξαγωγή πετυχημένων πειραματισμών. Στο τέλος τού έργου του Λόγος περί της Μεθόδου ο Καρτέσιος σημειώνει ότι πιστεύει, πως αυτοί που χρησιμοποιούν τον καθαρό φυσικό λόγο, δηλαδή δεν έχουν διαφθαρεί από τον σχολαστικισμό, θα εκτιμήσουν περισσότερο τις απόψεις του, από αυτούς που εμπιστεύονται μόνο τα αρχαία κείμενα.
     Η μηχανική επανάσταση συνδέεται ακριβώς με το φαινόμενο που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε ‘εκδημοκρατισμό’ τής γνώσης. Η επιστήμη δεν είναι πλέον προνόμιο τών λίγων μυημένων, όπως στην περίπτωση τής μαγείας ή κάποιων προνομιούχων πανεπιστημιακών καθηγητών ή φοιτητών, αλλά καθίσταται δικαιωματικά προσβάσιμη σε όλη την ανθρωπότητα.  Ο Francis Bacon στο Novum Organum και ο Καρτέσιος στον Λόγο περί της Μεθόδου θεωρούν ότι η μέθοδος που προτείνουν είναι ένα εργαλείο που επιτρέπει σε όλα ανεξαιρέτως τα πνεύματα την πρόσβαση στην επιστημονική γνώση. Όταν κάποιος χαράζει έναν κύκλο με το χέρι, μπορεί να μην έχει απόλυτη επιτυχία. Αλλά αν τον χαράξει με έναν διαβήτη, η επιτυχία δεν θα εξαρτάται πλέον από τις ικανότητες του σχεδιαστή. Η επιστημονική μέθοδος είναι ακριβώς ο διαβήτης που ισοπεδώνει όλα τα χαρίσματα.
     Όπως το είχε εξ άλλου ήδη διαβλέψει ο Francis Bacon στη Νέα Ατλαντίδα, στην οποία οι επιστημονικές ανακαλύψεις δεν είναι έργο ατομικό αλλά αποτέλεσμα συνεργασίας μεταξύ επιστημόνων. Έτσι βλέπουμε να ανθίζουν σε ολόκληρη την Ευρώπη του 17ου αιώνα Ακαδημίες επιστημών, στις οποίες οι εργασίες τών επιστημόνων κατατίθενται και συζητούνται.
     Επιπλέον με τον Γαλιλαίο εισάγεται μια ριζική τροποποίηση τού ορισμού τής μηχανικής. Ενώ κατά την Αρχαιότητα και τον Μεσαίωνα η μηχανική ήταν επιστήμη των τεχνητών αντικειμένων, δηλαδή των εργαλείων που κατασκεύαζε ο άνθρωπος για να εξαναγκάσει τη φύση να τον υπηρετήσει κατά κάποιον «παρά φύσιν» τρόπο – και παρότι όλοι γνώριζαν τότε, ότι θα έπρεπε να σεβαστούν τους νόμους της φύσεως –, στο εξής φυσική και μηχανική οδηγούνται με τον Γαλιλαίο στην οριστική τους ταύτιση, διότι αφ’ ενός η μηχανική συνίσταται στην εφαρμογή των νόμων της φύσεως, και αφ’ ετέρου η φυσική του Γαλιλαίου, προκειμένου να μελετήσει τη φύση, χρησιμοποιεί μαθηματικούς υπολογισμούς και όρους, οι οποίοι κατά την αρχαία μηχανική υπηρετούσαν την κατασκευή τεχνητών αντικειμένων. Ο επιστήμονας επομένως ενεργεί ως μηχανικός, που προσαρμόζει τις λειτουργίες και τα γρανάζια τής μηχανής-φύσης.
     Ο Καρτέσιος εκθέτει με σαφήνεια τη διαδικασία αυτή σε ένα κεφάλαιο των Αρχών της Φιλοσοφίας με τον τίτλο: «Πώς είναι δυνατόν να γνωρίσουμε τα σχήματα, τα μεγέθη και τις κινήσεις τών μη-αισθητών πραγμάτων». Και απαντά στο ερώτημα ως εξής: Κατ’ αρχήν αναγνωρίζει ότι τα ελάχιστα μέρη των σωμάτων είναι μη-αισθητά, και επομένως δεν προσεγγίζονται δια των αισθήσεων. Οι μόνες ακριβείς και διακριτές έννοιες τής υλικής πραγματικότητας είναι οι έννοιες των σχημάτων, των μεγεθών και των κινήσεων. Και οι κανόνες που ρυθμίζουν αυτές τις έννοιες αφορούν στη γεωμετρία και τη μηχανική. Το σύνολο της γνώσης που ο άνθρωπος μπορεί να αποκτήσει για τη φύση προέρχεται από αυτούς τους κανόνες. Και συνεχίζει την έρευνά του δηλώνοντας ότι,
     «το παράδειγμα τής σύνθεσης ορισμένων υλικών σωμάτων που κατασκεύασε ο άνθρωπος υπήρξε εξαιρετικά χρήσιμο για μένα: διότι δεν παρατήρησα καμία διαφορά ανάμεσα στις μηχανές που κατασκευάζουν οι τεχνίτες και στα διάφορα υλικά σώματα που παράγει η φύση, εκτός από το ότι, επειδή οι μηχανές, που αποτελούνται από συνδυασμούς ελατηρίων, σωλήνων και άλλων εξαρτημάτων, έχουν κατασκευαστεί σε αναλογία με τις διαστάσεις των χεριών αυτών που τις παράγουν, το μέγεθός τους είναι τέτοιο, που το σχήμα και οι κινήσεις τους να είναι ευδιάκριτα, ενώ οι σωλήνες και τα ελατήρια που συναποτελούν τα φυσικά σώματα είναι συνήθως τόσο μικρά, που δεν γίνονται αντιληπτά από τις αισθήσεις μας. Και επειδή είναι βέβαιο ότι όλοι οι κανόνες της μηχανικής ανήκουν στη φυσική, όλα τα τεχνητά πράγματα είναι κατ’ αυτήν την έννοια φυσικά. Όπως δηλαδή είναι φυσικό ένα ρολόι να δείχνει την ώρα επειδή διαθέτει ελατήρια, άλλο τόσο είναι φυσικό είναι και ένα δέντρο να παράγει φρούτα. Και όπως ένας ωρολογοποιός, εξετάζοντας ένα ρολόι που δεν έχει κατασκευάσει ο ίδιος, μπορεί συνήθως να εκτιμήσει, βλέποντας ορισμένα εξαρτήματα, ποια ακριβώς είναι τα υπόλοιπα που δεν βλέπει, κατά τον ίδιον τρόπο, εκτιμώντας τις συνέπειες από τα αισθητά μέρη των φυσικών σωμάτων, επιχείρησα να γνωρίσω και αυτές που προέρχονται από τα μέρη τους που δεν είναι  αισθητά».
     Έτσι ο Καρτέσιος και οι ‘μηχανιστές’ απορρίπτουν την παραδοσιακή διάκριση ανάμεσα στις διαδικασίες τής ανθρώπινης τεχνικής, που ενεργεί εξωτερικά, και τις φυσικές διεργασίες. Στο λήμμα «Φύση» τού Φιλοσοφικού Λεξικού του ο Βολταίρος θα συνοψίσει άριστα την κατάσταση: «Φτωχό μου παιδί, θά ‘θελες να σου πω την αλήθεια; Μου έδωσαν ένα όνομα που δεν μου ταιριάζει: με αποκαλούν φύση, ενώ δεν είμαι παρά καθαρή τέχνη».
     Το πρότυπο που θα χρησιμοποιείται για την κατανόηση και την αντίληψη περί τής φύσεως θα είναι όχι πλέον οι ζωντανοί οργανισμοί αλλά η μηχανή· και ο Θεός, σε μια τέτοια προοπτική, θα εμφανίζεται ως κατασκευαστής της μηχανής τού κόσμου, στον οποίον δεν μπορεί να μετέχει: ο μέγας μηχανικός, ο μέγας αρχιτέκτων, ο μέγας ωρολογοποιός, είναι εκφράσεις που εμφανίζονται συχνά τον 17ο και 18ο αιώνα. Όπως και οι διάσημοι στίχοι του Βολταίρου:
    
     Το σύμπαν με ταράζει και δεν μπορώ να φανταστώ
     Ότι αυτό το ρολόι υπάρχει, χωρίς ωρολογοποιό.
   
    Είναι αλήθεια ότι ήδη από την Αρχαιότητα, χριστιανοί και ειδωλολάτρες συγγραφείς, όπως ο Λουκρήτιος, ο Χαλκήδιος ή ο Λακτάντιος, αναφέρθηκαν σε μια φύση – μηχανή. Παρότι όμως επίσης η έκφραση χρησιμοποιήθηκε κατά τη μεταφορική της έννοια, με αναφορά στην αρμονική συνύπαρξη των φυσικών φαινομένων, στους χριστιανούς συγγραφείς όπως ο Λακτάντιος, η μεταφορά αυτή μπορεί να άνοιξε τον δρόμο  στη μηχανιστική αντίληψη του σύμπαντος. Η προοπτική τής καθαυτό μηχανικής ερμηνείας συγκεκριμενοποιείται τον 14ο αιώνα (1377), με τον παραλληλισμό τής φύσης προς ένα ρολόι από τον Nicolas Oresme. Στο τέλος τής πολυσέλιδης αφιέρωσής του που προηγείται της μετάφρασης τής Μηχανικής τού Ψευδο-Αριστοτέλη, ο Monantheuil δηλώνει ότι το σύμπαν  είναι εργαλείο του Θεού, επειδή ακριβώς είναι η πιο μεγάλη, η πιο δυνατή και η καλύτερα δομημένη μηχανή, που απαρτίζεται από τη συναρμογή (complexio) όλων των σωμάτων. Η μεταφορική ερμηνεία θα επικρατήσει πλήρως με τους Μερσέν και Καρτέσιο.
     Η στενή συγγένεια που συνέδεε από την Αρχαιότητα τα μαθηματικά με τη μηχανική, η αντίληψη τής φύσεως σαν ένα είδος μηχανισμού, είχε ως βασική συνέπεια την εμφάνιση, με τους Κέπλερ, Γαλιλαίο, Καρτέσιο, Χόυχενς και Νεύτωνα, μιας μαθηματικής φυσικής, που βασίζεται σε ποσοτικά και μετρήσιμα δεδομένα τών φαινομένων, και η οποία επιδιώκει να διατυπώσει με τη μορφή εξισώσεων τούς νόμους που τα διέπουν. Για τον Γαλιλαίο, ο κόσμος είναι ένα βιβλίο γραμμένο σε μια γλώσσα που μπορεί τα τη διαβάσει μόνο όποιος γνωρίζει τους χαρακτήρες, οι οποίοι δεν είναι παρά μαθηματικοί συνδυασμοί. Αυτή η αποφασιστική στροφή προς τη μαθηματική αντίληψη της φύσεως άνοιξε τον δρόμο στην δυνατότητα επιστημονικής εδραίωσης τής σύγχρονης φυσικής.

    (συνεχίζεται)

ΤΟ ΜΕΤΡΟΝ ΑΡΙΣΤΟΝ ΜΕΙΩΘΗΚΕ ΣΕ ΜΕΤΡΗΜΑ ΑΡΙΣΤΟΝ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: