Τρίτη 29 Αυγούστου 2017

ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ (38)


ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ.
του Enrico Berti.
    
     
 Η γνωστική λειτουργία τής αρχής τού μέσου ή τής τρίτου αποκλείσεως (α.τ.τ.α) επιβεβαιώνεται από τον Αριστοτέλη στα Αναλυτικά ύστερα, όπου, αφού αρνείται ότι η αρχή τής μή-αντιφάσεως (A.T.M.A) μπορεί να χρησιμεύσει σαν προοίμιο μιάς αποδείξεως, προσθέτει: "αντιθέτως την αρχή ότι το πάν πρέπει ή να το δεχθούμε ή να το αρνηθούμε (τὸ δ' ἅπαν φάναι ἢ ἀποφάναι) την προσλαμβάνει σαν εισαγωγή (προϋπόθεση) η απόδειξη δια παραλογισμού, η εις άτοπον αναγωγή! (ἡ εἰς τὸ ἀδύνατον ἀπόδειξις) και ακόμη και αυτό, αυτή το προσλαμβάνει όχι καθολικά πάντοτε, αλλά καθόσον είναι επαρκές, και είναι επαρκές στο μέτρο στο οποίο εφαρμόζεται στο γένος γύρω από το οποίο στρέφεται η απόδειξη!" (Αναλ. Υστ. Ι 11,77 a 23-25). Η απόδειξη δια παραλογισμού, όπως είναι γνωστό, είναι μία ιδιαίτερη περίπτωση αποδείξεως, δηλαδή επιστημονικού συλλογισμού: Δέν είναι ο τόπος εδώ για να ανακαλέσουμε όλη την αριστοτελική θεωρία τού συλλογισμού, η οποία αποτελεί ένα άλλο διάσημο παράδειγμα θεωρίας εκ μέρους τού Αριστοτέλη, προόδων που έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί ευρέως από την προηγούμενη φιλοσοφία, αλλά δέν είχαν αναπτυχθεί προηγουμένως σε ένα τέτοιο επίπεδο κριτικής επίγνωσης! Αρκεί να θυμηθούμε ότι ο συλλογισμός είναι η σκέψη μέσω της οποίας συνάγεται αναγκαίως ένα συμπέρασμα από δύο προϋποθέσεις σχηματισμένες εξ'ολοκλήρου απο τρείς όρους, δύο ακραίους και έναν μέσο, και ότι ο επιστημονικός συλλογισμός ή απόδειξη, είναι εκείνος ο οποίος λαμβάνει αληθινές προϋποθέσεις, ή επειδή είναι καθαυτές αυτονόητες (και σ'αυτές τις περιπτώσεις είναι πραγματικές αρχές) ή επειδή έχουν αποδειχθεί προηγουμένως (Αν. Υστ. Ι 2).
          Η απόδειξη δια παραλογισμού εξηγεί ο Αριστοτέλης, είναι ένας συλλογισμός ο οποίος λαμβάνει, στην θέση μιάς από τις δύο προϋποθέσεις, την αντίφαση (ἀντίφασις) αυτού που θέλουμε να αποδείξουμε και ο οποίος συνάγει ένα συμπέρασμα το οποίο κρίνεται σαν ψευδές καθότι αντίθετο σε κάτι που είναι φανερά αληθές (φανεροῦ ὄντος ὅτι ἀληθές) (Αναλ. Πρότερα ΙΙ, 11, 61 a 18-25). Και αυτή λοιπόν, όπως και η πιό κοινή απόδειξη, λεγόμενη και άμεση ή δεικτική, έχει την ανάγκη δύο προϋποθέσεων οι οποίες υπολογίσθηκαν προηγουμένως σαν αληθινές, μόνον που αυτή λαμβάνει άμεσα μόνον μία από αυτές τις δύο, ενώ χρησιμοποιεί την άλλη για να κρίνει ψεύτικα το συμπέρασμα που ελήφθη από την πρώτη και από αντιφατική προϋπόθεση, από εκείνη που θέλουμε να αποδείξουμε! (Αν. Πρ. ΙΙ 14, 62 b 29-34). Έτσι λοιπόν επειδή η αντίθεση ανάμεσα σ'αυτό το συμπέρασμα και την θέση την οποία θέλουμε να αποδείξουμε είναι μία αληθινή αντίφαση, με την έννοια ότι αυτές είναι αντιστοίχως η κατάφαση και η άρνηση ενός και του αυτού κατηγορουμένου σε σχέση με ένα και το ίδιο υποκείμενο, παρμένες ταυτοχρόνως και κάτω από την ίδια οπτική γωνία, η απόδειξη τού ψεύδους τής μιας φέρει, χάρη στην α.τ.τ.α την ανάγκη τής αλήθειας τής άλλης. Η α.τ.τ.α αποκαλύπτεται σ'αυτή την περίπτωση επαρκής για να πραγματοποιηθεί μία αληθινή απόδειξη, ακόμη και αν είναι έμμεσου τύπου, δηλαδή έχοντας σχέση με την αντίφαση!
          Είναι φυσικό, σ'αυτό το σημείο να αναρωτηθούμε εάν αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί αναλόγως και στον άλλο τύπο επιχειρηματολογίας ο οποίος σχετίζεται με την αντίφαση, δηλαδή στον έλεγχο, τον οποίο συναντήσαμε ήδη στον Σωκράτη και στον Πλάτωνα και του οποίου προσφέρει εξίσου ο Αριστοτέλης μία συνεπέστατη θεωρία! Ακόμη και η αναίρεση, δηλώνει, είναι ένας συλλογισμός, ο οποίος λαμβάνει χώρα, όταν αφού έχουν δοθεί όλες οι προϋποθέσεις (πάντων ... συνχωρουμένων) ή αφού έχουν δοθεί απαντήσεις της αντιθέτου φόρμας (ἐναλλὰξ τιθεμένων τῶν ἀποκρίσεων ), δηλαδή μία καταφατική και μία αρνητική, συνάγεται ένα συμπέρασμα αντίθετο σε κάποια από τις προϋποθέσεις οι οποίες έχουν δοθεί: η αναίρεση λοιπόν είναι "ο συλλογισμός της αντιφάσεως" (ὁ γὰρ ἔλεγχος ἀντιφάσεως συλλογισμός), δηλαδή ο συλλογισμός ο οποίος συμπεραίνει μία αντίφαση σε σχέση με κάποια απ τις δοθείσες προϋποθέσεις. Είναι προφανές τί πράγμα διακρίνει και τί κοινό διαθέτουν η απόδειξη δια παραλογισμού και η αναίρεση: η πρώτη έχει ανάγκη, όπως η άμεση απόδειξη, από δύο προϋποθέσεις οι οποίες γνωρίζονται σαν αληθινές ή επειδή είναι προφανείς καθαυτές ή επειδή προηγουμένως έχουν αποδειχθεί, από τις οποίες η μία είναι αντιφατική σε σχέση με το ληφθέν συμπέρασμα, έτσι ώστε διαψεύδει αυτό το τελευταίο. Η δεύτερη όμως δέν χρησιμοποιεί προϋποθέσεις αναγκαίως αληθινές, αλλά προϋποθέσεις απλώς διαθέσιμες από έναν συζητητή, για παράδειγμα μέσω απαντήσεως που δόθηκαν από ερωτήσεις που του τέθηκαν. Ο έλεγχος ή η αναίρεση λοιπόν, λαμβάνει χώρα σε ένα διαλεκτικό πλαίσιο, διαλόγου, δηλαδή ανάμεσα σε δύο τουλάχιστον συνδιαλεγόμενους, όπου ο ένας ερωτά και ο άλλος απαντά και αυτός που ερωτά προσπαθεί να οδηγήσει σε αντίφαση αυτόν που απαντά. Και οι δύο επιχειρηματολογίες, τόσο η απόδειξη δια παραλογισμού όσο και η αναίρεση, συνίστανται στην φανέρωση μίας αντιφάσεως ανάμεσα στο συμπέρασμα τού συλλογισμού και στην προϋπόθεσή του, είτε είναι φανερά αληθινή ή απλώς δοσμένη : η πρώτη, χρησιμοποιώντας προϋποθέσεις στα σίγουρα αληθινές, εφαρμόζει την α.τ.τ.α για να κρίνει σαν ψευδές αυτό που τις αντιφάσκει και στην συνέχεια για να κρίνει αληθινό το αντιφατικό. Η δεύτερη, μή δυνάμενη να διαθέσει προϋποθέσεις στα σίγουρα αληθείς, δέν μπορεί να συμπεράνει με βεβαιότητα για το ψευδές αυτού που τις αντιφάσκει, αλλά μπορεί τουλάχιστον να υποστηρίξει, βάσει της Α.Τ.Μ.Α, το ανυπεράσπιστο της πλήρους θέσεως του διαλεγομένου λόγω της ενδογενούς του αντιφάσεως. Σ'αυτή την τελευταία περίπτωση όμως, εφόσον γίνει δυνατόν να διατυπωθεί μία θέση αληθινά αντίθετη λόγω αντιφάσεως σε σχέση με την πλήρη θέση, βάσει της α.τ.τ.α. θα μπορέσει να συμπεράνει για την αλήθεια αυτής της προτάσεως. Έτσι λοιπόν η αναίρεση θα μπορέσει να αφήσει τον χώρο για μία αληθινή απόδειξη, μία "απόδειξη διά αναιρέσεως" (αποδείξαι ελεγκτικώς) όπως λέει ο Αριστοτέλης σχετικά με την υπεράσπιση της Α.Τ.Μ.Α.
          Η αρχή α.τ.τ.α μπορεί να λειτουργήσει, όπως το δέχεται ο Αριστοτέλης σαν απόδειξη στο πλαίσιο τής αναιρέσεως! Και για να διευκρινίσουμε καλύτερα το σημείο αυτό μπορούμε να επιστρέψουμε γι'άλλη μια φορά στην διαφορά ανάμεσα στην απόδειξη διά του παραλόγου και ελέγχου! Η απόδειξη διά του παραλόγου χρησιμοποιεί την αντίφαση δύο φορές. Μία πρώτη φορά, όταν αναδεικνύει την αντίφαση ανάμεσα στο συμπέρασμα το οποίο συνεπάγεται απο την άρνηση της θέσης την οποία έχει πρόθεση να αποδείξει και μία προϋπόθεση η οποία αναγνωρίζεται σαν αληθινή, κάτι που επιτρέπει την βεβαίωση του ψευδούς συμπεράσματος. Μία δεύτερη φορά, όταν αναδεικνύει την αντίφαση ανάμεσα σ'αυτό το συμπέρασμα και την θέση την οποία θέλει να αποδείξει, κάτι που επιτρέπει το συμπέρασμα της αλήθειας αυτής της τελευταίας. Και στις δύο περιπτώσεις αυτή εφαρμόζει την α.τ.τ.α. έχοντας να κάνει με το αληθές και το ψευδές. Η αναίρεση ή έλεγχος αντιθέτως, κάνει χρήση τής αντιφάσεως μία και μόνη φορά, όταν δηλαδή αναδεικνύει την αντίφαση ανάμεσα στο συμπέρασμα και σε μία από τις προϋποθέσεις που προσέφερε ο συνομιλητής. Αυτή δέν μπορεί να εφαρμόσει εδώ την α.τ.τ.α διότι δέν έχει σχέση με το αληθινό και το ψευδές, παρ'όλα αυτά μπορεί, χάρη στην Α.Τ.Μ.Α να κρίνει ανίσχυρη, δηλαδή ασαφή, την θέση του συνομιλητού στην ολότητά της. Στην περίπτωση κατά την οποία είναι δυνατόν να διατυπωθεί μία εναλλακτική πρόταση, δηλαδή αντιφατική, ώς προς εκείνη του συνομιλητού, υπολογισμένη στο σύνολό της, η αναίρεση αυτής της τελευταίας μπορεί να μεταμορφωθεί βάσει της α.τ.τ.α σε μία απόδειξη της αλήθειας της πρώτης. Εάν δηλαδή η σαφήνεια δέν είναι αρκετή για να σιγουρέψει την αλήθεια, η ασάφεια, δηλαδή η εσωτερική αντίφαση, είναι οπωσδήποτε αρκετή για να αποδείξει το ψεύδος μίας θέσης και απέναντι σε ένα φανερό ψεύδος είναι δυνατόν, βάσει τής α.τ.τ.α. να απαιτήσουμε την αλήθεια τής εναλλακτικής θέσης!
          Επειδή όμως αυτή η τελευταία πρέπει να είναι αντιφατική στην θέση του διαλεγόμενου, λαμβανόμενης στο σύνολό της, θέση η οποία με την σειρά της έχει συσταθεί απο μία αντίφαση ανάμεσα σε μία εισαγωγή και ένα συμπέρασμα αντίθετό της, είναι αναγκαίο, με τον σκοπό να βεβαιωθούμε για την δυνατότητα αποδείξεως τής αναιρέσεως, να ξεκαθαρίσουμε καλά της διαφορές ανάμεσα στους τύπους τής αντιθέσεως οι οποίοι μπορούν να λάβουν χώρο ανάμεσα στις προτάσεις. Και σ'αυτή την προσπάθεια και την πρωτοβουλία ο Αριστοτέλης αφιερώθηκε με την συνήθη του προσοχή και συστηματικότητα!

ΟΤΑΝ Η ΑΝΑΙΡΕΣΗ ΕΠΕΙΘΕ ΚΑΙ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΑΠΛΩΣ ΑΡΝΗΣΗ.
Αμέθυστος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: